Πέντε ημέρες (18 – 23 Σεπτεμβρίου) βρέθηκε στην Κάτω Ιταλία, στο Σαλέντο στην περιοχή του Λέτσε, η χορωδία ΛΙΓΕΙΑ Γρεβενών προσκεκλημένη από τους διοργανωτές των εκδηλώσεων προς τιμήν του Antonio Ancora, ενός σημαντικού ανθρώπου που απεβίωσε πριν ένα χρόνο, έχοντας αφιερώσει όλη του τη ζωή στην ανάδειξη του ελληνόφωνου πληθυσμού και πολιτισμού αυτής της περιοχής και στη σύνδεσή του με την μητέρα Ελλάδα.
Η χορωδία συμμετείχε με μεγάλη επιτυχία σε δύο εκδηλώσεις, Τετάρτη 19/9 και Πέμπτη 20/9, στα χωριά Ρουφάνο και Κοριλιάνο, σε ένα υποβλητικό και επιβλητικό περιβάλλον, στην πλατεία του Ρουφάνο στα σκαλοπάτια μια μεσαιωνικής εκκλησίας και στη βεράντα ενός μεσαιωνικού κάστρου στο Κοριλιάνο, την πατρίδα του Antonio Ancora.
Ήταν σίγουρα μια ανεπανάληπτη εμπειρία για τα πενήντα μέλη της αποστολής ( 30 τα μέλη της χορωδίας και 20 οι συνοδοί ), καθώς γνωρίσαμε έναν ξεχασμένο για πολλά χρόνια ελληνικότατο πληθυσμό που δυστυχώς αργοσβήνει, αφού μόνον οι ηλικιωμένοι, στα δύο ( Στερνατία, Μαρτάνο) από τα δέκα ελληνικά χωριά μιλούν ακόμη την Κατωιταλική διάλεκτο. Ο συνολικός πληθυσμός στα ελληνόφωνα χωριά είναι περίπου 50 με 55 χιλιάδες και υπάρχουν δύο θεωρίες για την καταγωγή του, η πρώτη ότι οι ρίζες του είναι αρχαιοελληνικές από τη μινωική εποχή ακόμα – ο Ιδομενέας, ο βασιλιάς της Κρήτης , θεωρείται ο ιδρυτής του Λέτσε, όπου υπάρχει και ομώνυμη οδός – και τον δεύτερο αποικισμό και η δεύτερη ότι οι Έλληνες βρέθηκαν στην Κάτω Ιταλία μετά την Άλωση της Πόλης. Και οι δύο θεωρίες στηρίζονται σε βάσιμα επιχειρήματα αλλά κατά τη γνώμη μου η σύνθεση των δύο θεωριών είναι η καλύτερη, καθώς η γλώσσα έχει πολλές αρχαίες λέξεις και κρητικούς ιδιωματισμούς (γλυτσέα, νύφτα, τσε αντί και, οστέα, παιδία κ.ά.) Όπως και να είναι όμως, η ουσία είναι ότι στην περιοχή είναι έντονη η ελληνική παρουσία και υπάρχουν πάρα πολλά αρχαία, ρωμαϊκά και μεσαιωνικά μνημεία τα οποία είχαμε την ευκαιρία να επισκεφτούμε και να απολαύσουμε.
Επισκεφτήκαμε πέντε πόλεις το Ότραντο, τον αρχαίο Υδρούντα, ένα όμορφο λιμάνι ακριβώς στην άκρη του τακουνιού, με το επιβλητικό κάστρο της Αραγωνίας, το Λέτσε, «την Φλωρεντία του Νότου», με το πολύ όμορφο ιστορικό κέντρο με κτίρια σε ρυθμό μπαρόκ, την ωραία Καλλίπολη, αρχαία αποικία με τον εντυπωσιακό ναό της Αγίας Αγάθης, το Άλμπερο Μπέλο με τους γραφικούς τρούλους και το Μπάρι με τη βασιλική του Αγίου Νικολάου από τον 9ο αιώνα και το εμπορικό λιμάνι. Πήγαμε και στα χωρά Στερνατία, Ρουφάνο, Κοριλιάνο, Καλημέρα και Μαρτάνο που έχουν μεσαιωνική αρχιτεκτονική από την εποχή της Φεουδαρχίας που ήταν έντονη στην περιοχή.
Τα προσωπικά μου συναισθήματα από αυτή την εκδρομή – πιστεύω και πολλών άλλων ακόμα – είναι ανάμεικτα. Είναι συναισθήματα χαρμολύπης, χαράς από τη μια για τον ανθηρό ελληνισμό του παρελθόντος και λύπης από την άλλη για το δυσοίωνο παρόν και μέλλον. Ως επίλογο παραθέτω ένα ποίημα του Καβάφη που από τις αρχές του 20ου αιώνα είχε διαβλέψει τη μοίρα και αυτού μακρινού ελληνισμού.
Ποσειδωνεάται
Την γλώσσαν την ελληνική οι Ποσειδωνεάται
Εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
Με τους Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι’ άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
Ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
Με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
Τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
Και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
Και μόλις πια τα καταλάβαιναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που και αυτοί ήσαν Έλληνες -
Ιταλιώται έναν καιρό κι’ αυτοί.
Και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
Να ζουν και μιλούν βαρβαρικά
Βγαλμένοι – ω συμφορά – απ’ τον ελληνισμό.
[1906]
Αυτή τη μελαγχολία που αναφέρει ο Καβάφης αλλά και έναν φόβο παρατηρήσαμε και εμείς στα μάτια αυτών των λίγων ανθρώπων που είδαμε, γιατί δεν κυκλοφορούν και πολύ έξω και τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών τους είναι μέρα – νύχτα ερμητικά κλειστά.
Στέργιος Πουρνάρας
Υπεύθυνος της χορωδίας ΛΙΓΕΙΑ