ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ

Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά - 1826 : Η πολιορκία της Αθήνας και της Ακρόπολης από τον Κιουτάγια (Κιουταχή)



Σε αυτή τη κρίσιμη στιγμή για την Ελληνική Επανάσταση ο Μακρυγιάννης θα βρεθεί στη αγαπημένη του πόλη, την Αθήνα και θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπεράσπισή της, θα δεχθεί τρεις ακόμα βαριές πληγές αλλά τελικά δεν θα πετύχουν οι γενναίοι αγωνιστές που συγκεντρώθηκαν εκεί από Ρούμελη και Μοριά, να κρατήσουν το κάστρο της Ακρόπολης παρά τη σθεναρή τους αντίσταση.
Του Στέργιου Πουρνάρα, φιλολόγου
Προέδρου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών


 Το Μεσολόγγι κυριεύτηκε μετά την ηρωική έξοδο των αγωνιστών του τις 10 Απριλίου του 1826 και έτσι όλο το βάρος έπεσε στο κάστρο της Αθήνας με  όλες τις ελπίδες να εναποτίθενται στη στρατιωτική ιδιοφυΐα του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ο οποίος είχε το σωστό σχέδιο για την αντιμετώπιση του Κιουταχή, αλλά λάθη της τελευταίας στιγμής, κυρίως από τους Ευρωπαίους αρχηγούς Κόχραν και Τσώρτς, θα οδηγήσουν στην αποτυχία και θα κοστίσουν και τη ζωή του γενναίου καπετάνιου. 



Ο Μακρυγιάννης βέβαια αφηγείται τα γεγονότα, όπως τα έζησε ο ίδιος και αναφέρεται πιο πολύ στις μάχες που ο ίδιος συμμετείχε, γι’ αυτό θα κάνουμε μια σύντομη επισκόπηση της κατάστασης στην Στερεά Ελλάδα στηριγμένοι κυρίως στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, για να έχουμε μια γενική εικόνα. Ο Κιουταχής έφτασε στην Αθήνα τα τέλη Ιουνίου του 1826 και άρχισε να πολιορκεί την πόλη που την υπερασπίζονταν ο Γκούρας με τον Μακρυγιάννη. Την κατέλαβε μετά από ισχυρή αντίσταση σε ένα μήνα περίπου  και από τις αρχές Αυγούστου άρχισε η πολιορκία της Ακρόπολης. Εδώ θα αντισταθεί σθεναρά ο Μακρυγιάννης και θα σκοτωθεί ο Γκούρας που οι άντρες του τον είχαν εγκαταλείψει. Ο Καραϊσκάκης που θα αναλάβει την αρχιστρατηγία της Ανατολικής Ελλάδας, θα συνάψει μερικές μάχες στα περίχωρα της Αθήνας και θα νικήσει στο Χαϊδάρι τις τουρκικές δυνάμεις, αλλά θα προτιμήσει να κάνει  αντιπερισπασμό στον Κιουταχή και να πάει να τιμωρήσει τους προσκυνημένους της Ρούμελης με σκοπό  να απελευθερώσει την περιοχή από τους Τούρκους. Έτσι από τον Οκτώβριο του 1826 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1827 κατόρθωσε να επαναφέρει στην κυριαρχία των Ελλήνων τη Ρούμελη με τις νικηφόρες μάχες στη Δόμβραινα, την Αράχωβα και το Δίστομο. Ας δούμε όμως πώς αφηγείται τα γεγονότα ο Μακρυγιάννης.



Μετά τον σοβαρό τραυματισμό του στη μάχη των Μύλων, μετέβη στην Αθήνα σε ένα Τούρκο πρακτικό γιατρό για θεραπεία και  από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο πήγε εκ νέου στην Ύδρα για την προστασία της από τις ναυτικές δυνάμεις του Ιμπραήμ που την απειλούσαν. Χρειάστηκε και πάλι να συγκρουστεί με τους στρατιώτες του αλλά και με τους άλλους αρχηγούς που ήθελαν να λεηλατήσουν τους Νησιώτες και αυτή ήταν η αιτία που διέλυσε το σώμα του και,  αφού πήγε στην Κυβέρνηση στο Ναύπλιο,  υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία βέβαια δεν έγινε ποτέ δεκτή. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, νυμφεύτηκε την Αικατερίνη (Κατίγκω) Σκουζέ, κόρη του άρχοντα Χατζή Γιωργαντά Σκουζέ που είχε δολοφονηθεί το 1822, με την οποία θα αποκτήσει  12 παιδιά, 10 αγόρια και 2 κορίτσια. Στη συνέχεια κατατάχτηκε στον τακτικό στρατό του Γάλλου φιλέλληνα στρατηγού Φαβιέρου ως οπαδός της πειθαρχίας: «Καθίσαµεν καµπόσο εις τη Νύδρα. Μο' 'δωσαν ένα καλό αποδειχτικόν κι' άλλο δια τα χρήµατά µου, πήρα κι' απ' ούλους τους στρατιώτες οπού τα 'λαβαν εξ ιδίων µου και σηκώθηκα και πήγα εις την ∆ιοίκηση και της είπα ότι θα διαλύσω το σώµα µου και θα µπω εις το ταχτικόν απλός στρατιώτης "(µ' είχαν κάµη και στρατηγόν). Τους είπα• ""Η πατρίς χωρίς ταχτικόν" "δεν πάγει οµπρός και θα µπω 'σ αυτό"". Πάσκισαν, δεν µπόρεσαν να " µε βαστήξουν. Πέταξα τον βαθµό µου και διάλυσα το σώµα µου• πήρα καµπόσους αξιωµατικούς µου να πάγω εις την Αθήνα, οπού 'ναι ο Φαβγές (Φαβιέρος), να γυµναστώ ως απλός στρατιώτης». 

Το πρώτο εξάμηνο του 1826 αναφέρεται στις προσπάθειες του Γκούρα να μειώσει τη δύναμη και την επιρροή του Φαβιέρου στη Αθήνα, γιατί οι Αθηναίοι είχαν πιο πολύ εμπιστοσύνη στον τακτικό στρατό από ό, τι σε αυτόν, λόγω της κακής διαγωγής του το προηγούμενο διάστημα. Στις αρχές Ιουνίου όμως έφτασε ο Κιουταχής και ενώθηκαν όλοι για την υπεράσπιση της πόλης που άντεξε τριάντα τέσσερις ημέρες. «Ο Κιτάγιας ήρθε µε µεγάλη δύναµη ανθρώπων, µε καβαλλαρία, µε κανόνια, µ' όλα τ' αναγκαία του πολέµου. 'Επιασε τα Πατήσια…Την χώρα την βαστήσαµεν τριάντα-τέσσερες ηµέρες. Κολλήσαµεν εις το κάστρο Αγούστου 3, τα 1826».  Για τέσσερις περίπου μήνες θα αντισταθεί σθεναρά στους πρόποδες της Ακρόπολης, στο Διονυσιακό θέατρο και στις καμάρες του Ωδείου του Ηρώδη του Αττικού, τον γνωστό Σερπετζέ όπου θα αναδείξει όλες του τις στρατιωτικές αρετές κατά τον Βλαχογιάννη: «Η άμυνα του Σερπετζέ είναι το εντιμότατον και ενδοξότατον έργον  παντός του στρατιωτικού βίου του Μακρυγιάννη…ανέδειξεν εις τον μέγιστον βαθμόν τας στρατιωτικάς αυτού αρετάς, ήτοι αφοβίαν, ετοιμότητα, οξείαν αντίληψιν του κινδύνου, πείσμα αλύγιστον και αφοσίωσιν προς το καθήκον. Βαρέως πληγωθείς επέμενεν να μη εγκαταλίπη τον αγώνα, προτιμών τον θάνατον παρά να ίδη τους Τούρκους να του πατήσουνε το πόστο του». Πράγματι αφού «συγυρίστηκε» καλά, όπως λέει ο ίδιος, φρόντισε για την οχύρωση, μερίμνησε με δικά του έξοδα για τον ανεφοδιασμό και τις ζωοτροφές, σε αντίθεση με τον Γκούρα που άφησε το κάστρο ανεφοδίαστο: «Εγώ ήµουν καµένος από το κάστρο της 'Αρτας, οπού καθόµουν νηστικός, κι' από το Νιόκαστρο, οπού δεν είχαµεν ούτε νερό. 'Εβαλα το κρασί των συγγενών της γυναικός µου κι' όλους τους ζαϊρέδες, αγόρασα ρύζι εξακόσες οκάδες, όσπρια κι' όλα τ' αναγκαία• κι' αλάτισα τόσα βόιδια και γουρούνια. Κ' έτρωγαν όσους ανθρώπους είχα µαζί µου, κι' αχώρια οι λαβωµένοι και οι άλλοι…». Τους δύο πρώτους μήνες προσπαθούσε πιο πολύ να αμυνθεί και να κρατήσει το πόστο του στη νοτιοδυτική πλευρά της Ακρόπολης και πάσχιζε με κλεφτοπόλεμο και διάφορα στρατηγήματα να εμψυχώσει τους στρατιώτες του και να επιφέρει απώλειες στον εχθρό που είχε πλησιάσει αρκετά.  Όσες επιθέσεις έγιναν αποκρούστηκαν με επιτυχία και στις αντεπιθέσεις (κόντρα γιρούσι) ο Μακρυγιάννης προκαλούσε βαριά πλήγματα στους αντιπάλους. Εξαίρει την γενναιότητα και το θάρρος όλων των αγωνιστών αλλά επαινεί ξεχωριστά την τόλμη του Κώστα Χορμοβίτη, του επονομαζόμενου Λαγουμιτζή, γνωστού και από την πολιορκία του Μεσολογγίου, που έσκαβε με τους Αθηναίους λαγούμια – υπονόμους τους γέμιζαν με μπαρούτι και τους ανατίναζαν, όταν οι Τούρκοι περνούσαν από πάνω προκαλώντας πολλούς θανάτους και μεγάλο πανικό: «Από-κάτου το κάστρο εις τα σπίτια ήταν µία εκκλησία και της έδεσε λαγούµι ο αθάνατος περίφηµος Κώστας Λαγουµιτζής, γενναίος και τίµιος πατριώτης -και µε την τέχνη του και µε το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέµαγε δια την πατρίδα. 'Ηµαστε µαζί κι' αγωνιζόµαστε ως αδελφοί νύχτα και ηµέρα. Και δουλεύαµεν µε τους ανθρώπους, τους αγαθούς Αθηναίους και φκειάναµε τα λαγούµια• και ήµαστε όλοι πάντα αγαπηµένοι κ' ενωµένοι. Εις το Μισολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάµατα έχει κάµη. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτεινού του αγωνιστή. Θησαυρούς του δίνει ο Κιτάγιας να γυρίση• δια σένα, πατρίδα, όλα τα καταφρονεί».



Συγκινητική είναι η στιγμή της συμφιλίωσης με τον Γκούρα, τον παλιό φίλο, που τον είχε στεφανώσει. Πήγε ένα βράδυ στο πόστο του και του είπε το παράπονο για τους φίλους του που ήθελαν να τον εγκαταλείψουν και ο Μακρυγιάννης του μίλησε με θερμά λόγια και τον παρηγόρησε:  «∆άκρυσαν τα µάτια του του καϊµένου• τον έτυπτε η συνείδησή του δια "το κάµωµα οπού 'καµεν εις τον ∆υσσέα. Μου είπε• ""Αν ζήσω κ' έβγω έξω, " δεν θέλω µαταξέρη από αυτούς τους µπερµπάντες. Και τα χρήµατα, µου είπε, -καταγίνοµαι να φκειάσω την διαθήκη µου και θα κάµω σκολειά κι' άλλα  καλά δια την πατρίδα… Φιληθήκαµεν" κι' ορκιστήκαµεν να είµαστε εις-το-εξής καλύτερα από τα-πρώτα». 
Το βράδυ ο Μακρυγιάννης έκανε τραπέζι  στο Γκούρα, τη γυναίκα του, τον Παπακώστα και τον Κατσικογιάννη: «Αφού µείναµεν σύνφωνοι, το 'µαθαν η γυναίκα του, οι συγγενείς του, εχάρηκαν. Πήγα κ' εγώ τους είδα εις τον ναόν. Μείναµεν σύνφωνοι το βράδυ να 'ρθούνε µε τον Παπακώστα και Κατζικογιάννη να φάµεν εις το πόστο µου ψωµί• ότ' έχω ταζέτικον κρέας κι' άλλα…». Ο Μακρυγιάννης προσπάθησε να εμψυχώσει τον απογητευμένο από τους φίλους του Γκούρα και του είπε ότι μαζί θα συνεχίσουν την αντίσταση, θα σκάψουν νέα λαγούμια και θα γράψουν στην Κυβέρνηση να στείλει βοήθεια. Έβαλε μάλιστα και  πολλούς Αθηναίους να τον διαβεβαιώσουν ότι είναι πιστοί σε αυτόν: «Αφού είδα την λύπη του, µίλησα καµποσουνών σηµαντικών Αθηναίων και πήγαν και του "είπαν• ""Μην πικραίνεσαι ότι θέλουν να φύγουν αυτείνοι. Αυτό το κάστρο το " φυλάµεν εµείς, οπού το κυργέψαµεν από τους Τούρκους. Και τώρα δεν τους "το δίνοµεν, αν δεν µας πεθάνουν"". "  Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαµεν ψωµί• τραγουδήσαµεν κ' εγλεντήσαµεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι' ο Παπακώστας να τραγουδήσω• ότ' είχαµεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαµεν τραγουδήση -τόσον καιρόν, οπού µας έβαλαν οι 'διοτελείς και 'γγιχτήκαµεν δια-να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι•
 Ο 'Ηλιος εβασίλεψε 'Ελληνα µου, βασίλεψε και το Φεγγάρι εχάθη 
κι' ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια, 
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. 
Γυρίζει ο 'Ηλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει•
 Εψές οπού βασίλεψα πίσου-από µια ραχούλα, 
άκ'σα γυναίκεια κλάµατα κι' αντρών τα µυργιολόγια 
γι' αυτά τα 'ρωϊκά κορµιά 'σ τον κάµπο ξαπλωµένα, 
και µέσ' το αίµα το πολύ είν' όλα βουτηµένα. 
"Για την πατρίδα πήγανε 'σ τον 'Αδη, τα καϊµένα"". " 
"Ο µαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και µου λέγει• ""Αδελφέ Μακρυγιάννη, " σε καλό να το κάµη ο Θεός• άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεµένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να µας βγη. -Είχα κέφι, του είπα, "οπού δεν τραγουδήσαµεν τόσον καιρόν"". 'Οτι εις τα 'ρδιά (μάχες) πάντοτες γλεντούσαµεν. " 'Αρχισε ο πόλεµος κι' άναψε ο ντουφεκισµός πολύ. Πήρα τους ανθρώπους µου, πήγα εκεί, καθώς ήµουν διορισµένος και στάθηκα καµπόσο και πολεµήσαµεν. 'Ηφερα απόξω γύρα τα πόστα. Πήγα εις το κονάκι µου ό, τι έπαιρνε να βασιλέψη το φεγγάρι, να βγάλω τον πεζό δια την Κυβέρνησιν. "'Ερχονται µου λένε• ""Τρέξε, σκοτώθη ο Γκούρας εις το πόστο του. 'Ερριξε " αναντίον των Τούρκων• απάνου-εις την φωτιά τον βάρεσαν εις τον αµήλιγγα "και δεν µίλησε τελείως"". Πήγα, τον πήραµεν εις το νώµο και τον βάλαµε " 'σ ένα µπουντρούµι. Τον συγύρισε η φαµελιά του και τον χώσαµεν». 



Μετά τον θάνατο του Γκούρα ο Μακρυγιάννης ορίστηκε μέλος της Επιτροπής που διοικούσε το κάστρο και έπαιξε σημαντικό ρόλο μέχρι τις 25 Οκτωβρίου που με εντολή του Καραϊσκάκη μπαίνει στην Ακρόπολη ο Κριεζώτης και αναλαμβάνει τη διοίκηση. Στις 7 Οκτωβρίου συνήψε μια φοβερή μάχη στον Σερπετζέ που διήρκεσε όλη την ημέρα, στην οποία κινδύνευσε σοβαρά η ζωή του, ποδοπατήθηκε κάποια στιγμή από τους στρατιώτες που οπισθοχώρησαν από το φόβο και χτύπησε στα πλευρά του. Δέχτηκε σε αυτή τη μάχη άλλες τρεις πληγές, μία από σφαίρα στο λαιμό και δύο  από γιαταγάνι στο κεφάλι, που επηρέασαν πολύ σοβαρά την υγεία του και τον ταλαιπώρησαν σε όλη του τη ζωή.  Όπως επισημαίνει και ο Γιάννης Βλαχογιάννης «το δεύτερο τραύμα το επί της κεφαλής, ουδέποτε ιαθέν, κατέστησε του λοιπού τον βίον του Μακρυγιάννη πλήρη μαρτυρικών βασάνων, εξηφάνισεν την ευθυμίαν και αισιοδοξίαν αυτού και επέδρασεν ουσιωδώς επί τον χαρακτήρα και τον βίον αυτού». Έμεινε όμως μέχρι την τελική νίκη στο πόστο του και πολέμησε με μανία. Στις 17  Νοεμβρίου  θα εξέλθει με 5 ιππείς και με μεγάλο κίνδυνο για να πάει στην κυβέρνηση, να εξηγήσει τη δύσκολη κατάσταση που είχαν περιέλθει οι πολιορκημένοι και να ζητήσει άμεσα βοήθεια. Με πάρα πολύ μεγάλες δυσκολίες κατάφεραν να φτάσουν στην Ελευσίνα και από εκεί στην Αίγινα: « Κάµαµεν τον σταυρό µας, κινηθήκαµεν. Τα χαρακώµατα των Τούρκων " ήταν πλατιά και γιοµάτα. Ρίχτη ο πρώτος, έπεσε µέσα. Ρίχτηκα κοντά εγώ και οι άλλοι συνχρόνως, περάσαµεν• ντουφεκιστήκαµεν µε τους Τούρκους, πήραµεν και τον σύντροφό µας. Ριχτήκαµεν, γιοµάτα τ' άλογα, µέσα τις ελιές, ότι µας πήρε κοντά η καβαλλαρία των Τούρκων. Εγώ άρρωστος, µε πέταξε τ' άλογον και καταφανίστηκα• το 'πιασαν οι άνθρωποι, µ' έβαλαν απάνου του• καταχτυπηµένος, θύµωσε το κεφάλι µου, οι πληγές. Πάµεν από το ∆αφνί να περάσουµεν, ήταν γιοµάτο Τούρκοι. Τους φεύγοµεν από-'κεί και µέσα τα γκρεµνά σωθήκαµεν εις την Ελεψίνα κι' από-'κεί πήγαµεν εις την Αίγινα, εις την ∆ιοίκησιν»…

(συνεχίζεται)


Pages