ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ

Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά - Η θρησκευτική διάσταση στη ζωή και στο έργο του Γιάννη Μακρυγιάννη*




Ο Μακρυγιάννης, όπως και όλοι οι οπλαρχηγοί και οι αγωνιστές του 1821, ήταν απλοί και αγράμματοι άνθρωποι οι οποίοι όμως είχαν πολύ μεγάλη πίστη και ευσέβεια στο Θεό των Ορθόδοξων Χριστιανών και από αυτόν αντλούσαν τη δύναμη και την καρτερία στις δυσκολίες και τα δεινά που αντιμετώπιζαν.
Του Στέργιου Πουρνάρα, φιλολόγου
Προέδρου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών 


 Ήταν εξάλλου ευρύτατα διαδεδομένο ότι ο αγώνας γινόταν «για του Χριστού την πίστιν την αγίαν και της πατρίδος την ελευθερίαν ». Θυμόμαστε και την περίφημη ρήση του Κολοκοτρώνη ότι «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω». Ο Ρουμελιώτης αγωνιστής που γαλουχήθηκε από τη μάνα του από τη μικρή του ηλικία με προσευχές και μετάνοιες, που στα δεκατέσσερα του χρόνια μετά από το γερό εκείνο ξύλο που έφαγε στη Δεσφίνα από τον ζαμπίτη συγχωριανό του έκανε τα παράπονά του και τη συμφωνία του με τον Άη Γιάννη και έκτοτε προστάτη του για όλη του τη ζωή – έκτισε μάλιστα και ένα εκκλησάκι  του δίπλα στη σπηλιά που μόναζε στην αυλή του σπιτιού στην Αθήνα -, που άρχισε να βλέπει προφητικά όνειρα τόσο στην Άρτα, όσο και στη μάχη των Μύλων και σε κάθε μάχη πίστευε ότι οι Έλληνες μπορεί να είναι αδύναμοι, αλλά ο Θεός που τους προστατεύει είναι δυνατός και σε πολλά σημεία των Απομνημονευμάτων του από τον πρόλογο κιόλας, τονίζει ότι ο δικός του αγώνας είναι για την Πατρίδα και τη Θρησκεία: «Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισµόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίµιοι άνθρωποι εις την κοινωνία».  Δοξάζει τον Θεό που δεν του σήκωσε την ζωή και την Πατρίδα που τον αντάμειψε για τους γενναίους και τίμιους αγώνες του που του απέφεραν επτά πολύ σοβαρές πληγές: «∆οξάζω τον Θεόν οπού δεν µου σήκωσε την ζωή µου και ευκαριστώ και την πατρίδα µου οπού µε τίµησε βαθµολογώντας κατά την τάξη…». Πότε όμως ο Μακρυγιάννης ανέλαβε σοβαρό αγώνα για την Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία που θα τον οδηγήσει στη δίκη και τη φυλάκισή του;

Από το 1821 που ορκίστηκε μέλος της Φιλικής Εταιρίας στην Άρτα, ο Μακρυγιάννης αγωνίστηκε με όλη του τη δύναμη για την Ελευθερία, πιστός στον όρκο Ελευθερία ή Θάνατος και ήταν καθοριστική η συμβολή του τόσο στις μάχες κατά των Τούρκων, όσο στους εμφυλίους πολέμους που αγωνίστηκε για την ενότητα και την ομόνοια. Τον Καποδίστρια τον στήριξε τα δύο πρώτα χρόνια, αλλά στη συνέχεια, όταν διαπίστωσε ότι είχε κακούς συμβούλους και ότι δεν παραχώρησε νόμους και Σύνταγμα, για να κυβερνηθεί η Πατρίδα με δικαιοσύνη, τον εγκατέλειψε. Είδαμε στο προηγούμενο άρθρο ότι υποδέχθηκε τον Όθωνα με μεγάλες προσδοκίες και δόξασε τον Θεό για την αγαθή τύχη ζητώντας στην αντιφώνησή του δικαιοσύνη στα δεινά τους: «∆όξα να 'χη το πανάγαθό σου όνοµα, Κύριε, παντοδύναµε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε! … Εµείς έχοµεν χρέος να σε ακούµεν και να σε φυλάµεν µε την ζωή µας, και η Μεγαλειότη σου βάλε την δικαιοσύνη "σου εις τα δεινά µας». Ο Μακρυγιάννης είδε τον Όθωνα ως απεσταλμένο του Θεού, «ελέω Θεού», όπως οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και θέλησε να τον συμβουλέψει σωστά κερδίζοντας την συμπάθειά του. Στο πρώτο μάλιστα ζωγραφικό πίνακα απεικονίζει στο κέντρο τον Παντοκράτορα ο οποίος αποφάσισε να αναστήσει το Γένος, στη μέση από κάτω το βασιλικό ζεύγος και τις Μεγάλες Δυνάμεις που αναλαμβάνουν τις τύχες του Ελληνικού Βασιλείου και στην άκρη αριστερά τον ελληνικό λαό που παρακολουθεί. Αλλά από την αρχή κιόλας ψυχράθηκε με την Αντιβασιλεία με τον νόμο για το κλείσιμο των  μοναστηριών και τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, την ανοχή των ετερόδοξων θρησκευτικών διδασκαλιών και των ετερόδοξων γάμων και κατάλαβε ότι υπήρχε σχέδιο κυρίως από την Γαλλία για καταπολέμηση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης και τη δυτικοποίηση της Ελλάδας. Πιο πολύ βέβαια κατηγορούσε τους Έλληνες πολιτικούς που φαίνεται ότι συναινούσαν σε όλα αυτά και ότι χρηματίζονταν γι’ αυτό. Έτσι από το 1839 μέχρι το 1843 θα συστήσει μυστική Εταιρία για να αναγκάσει τον Όθωνα να παραχωρήσει το Σύνταγμα και να τον υποχρεώσει να δεσμευτεί και για την προστασία της Θρησκείας. Στην Εθνοσυνέλευση του 1844, παρά τις αντιδράσεις του Βασιλιά, ο Μακρυγιάννης υποστήριξε με θέρμη την Χριστιανική Θρησκεία και ψηφίστηκαν τα άρθρα 1, 2 Περί θρησκείας: «Ἄρθρον 1. Ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἰς τὴν Ἑλλάδα εἶνε ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πᾶσα δὲ ἄλλη γνωστὴ θρησκεία εἶνε ἀνεκτὴ καὶ τὰ τῆς λατρείας αὐτῆς τελοῦνται ἀκωλύτως ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν Νόμων, ἀπαγορευομένου τοῦ προσηλυτισμοῦ καὶ πάσης ἄλλης ἐπεμβάσεως κατὰ τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας.

Ἄρθρ. 2. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κεφαλὴν γνωρίζουσα τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ὑπάρχει ἀναποσπάστως ἡνωμένη δογματικῶς μετὰ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης καὶ πάσης ἄλλης ὁμοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τηροῦσα ἀπαραλλάκτως ὡς ἐκεῖναι τούς τε ἱερούς, ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνας καὶ τὰς ἱερὰς παραδόσεις, εἶνε δὲ αὐτοκέφαλος ἐνεργοῦσα, ἀνεξαρτήτως πάσης ἄλλης ἐκκλησίας, τὰ κυριαρχικὰ αὐτῆς δικαιώματα, καὶ διοικεῖται ὑπὸ Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχιερέων». 

Από το 1845 και μέχρι το 1848 ο Μακρυγιάννης θα κάνει μια ύστατη προσπάθεια για την προστασία της θρησκείας και της δικαιοσύνης στηρίζοντας τα πολιτικά κόμματα και προσπαθώντας να τα ενώσει, αλλά δυστυχώς απέτυχε. Συκοφαντήθηκε μάλιστα και κινδύνευσε πολλές φορές η ζωή του. Το 1848 συστήνει μια νέα μυστική εταιρία με στόχο την προστασία της θρησκείας και την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας αλλά χωρίς την υποστήριξη καμιάς ξένης δύναμης παρά μόνο με τη στήριξη στις ελληνικές δυνάμεις. Από τα προηγούμενα χρόνια αλλά κυρίως από το 1848 επισκέπτονταν τον Μακρυγιάννη πολλοί άλλοι Έλληνες από διάφορες πόλεις, μοναχοί από το Άγιο Όρος και κληρικοί και του εκμυστηρεύονταν τα δικά τους όνειρα και τον παρότρυναν να ηγηθεί του κινήματος, γιατί αυτός ήταν ο καταλληλότερος εκείνη την εποχή και ο εκλεκτός του Θεού.  Πολλοί από αυτούς, όπως μια γυναίκα με το όνομα Χριστίνα που την ονόμαζε «ταχυδρόμο του Θεού» και ένας καλογερόσχημος με το όνομα Ιωάννης, μέλη της Ελληνορθοδόξου Εταιρίας που είχε αποκαλυφθεί το 1839 και στην οποία ο Μακρυγιάννης δεν είχε καμία συμμετοχή, γιατί πίσω της κρυβόταν η Ρωσία και διαφωνούσε σε θέματα ηγεσίας, φαίνεται ότι τον επηρέασαν καθοριστικά. Το 1850 σταμάτησε να γράφει τα Απομνημονεύματα και άρχισε τη συγγραφή του μη ιστορικού έργου του, «Οράματα και Θάματα». Σε αυτό το έργο που είναι θρησκευτικό, ο λαϊκός θεολόγος σύμφωνα με τον εκδότη του Α.Ν. Παπακώστας ή ο μυστικιστής και θρησκόληπτος κατ’ άλλους Μακρυγιάννης, συγκέντρωσε όλα τα όνειρα – οράματα που έβλεπαν αυτός από το 1837 και μετά – τα πιο πολλά τα είδε το 1839 μέχρι το 1843 και το 1849 μέχρι τον Μάρτιο του 1852 – αλλά και όλοι οι άλλοι που τον επισκέπτονταν σπίτι του και του τα εκμυστηρεύονταν (τα 99 ήταν δικά του και τα υπόλοιπα 160 περίπου ήταν των άλλων). 

Έτσι απομονώθηκε στο σπίτι του αποφεύγοντας τις δημόσιες εμφανίσεις και άρχισε την αυστηρή λατρεία με νηστείες, προσευχές και μετάνοιες, παρόλο που η υγεία του συνεχώς επιδεινωνόταν. Το παλάτι και τα πολιτικά κόμματα υποπτεύονταν τον στρατηγό που τον θεωρούσαν άγριο θηρίο και πίστευαν ότι κάτι ετοίμαζε, γι’ αυτό τον έθεσαν σε περιορισμό στο σπίτι του από τον Σεπτέμβριο του 1851. Χρειαζόταν μια αφορμή για να τον συλλάβουν και την αφορμή την έδωσε ο ίδιος ο στρατηγός που έλεγε διάφορα φοβερά και ακατανόητα πράγματα. Μια τέτοια μαρτυρία κατέθεσε ένας καιροσκόπος δικηγόρος ο Νίκος Στεφανίδης πως άκουσε ότι Μακρυγιάννης ετοίμαζε επανάσταση για τις 25 Μαρτίου του 1852 με σκοπό τη δολοφονία του Βασιλιά. Όταν παρήλθε αυτή η ημερομηνία και δεν συνέβη τίποτα,  η κυβέρνηση στην αρχή έβαλε στο σπίτι του φρουρό και αργότερα τον συνέλαβε και τον φυλάκισε στις φυλακές του Μενδρεσέ. Τελικά δικάστηκε στις 16 Μαρτίου του 1853 μετά από εξάμηνη φυλάκιση από το Στρατοδικείο και καταδικάστηκε εις θάνατον μετά από μια πεντάλεπτη συνεδρίαση, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του ίδιου του Μακρυγιάννη, των εφημερίδων της εποχής και των μαρτύρων που προσπάθησαν να τον βγάλουν παράφρονα για να αθωωθεί. Η απόφαση που ανακοίνωσε ο Πρόεδρος του Στρατοδικείου και πολιτικός του εχθρός Κίτσος Τζαβέλας φαίνεται ότι ήταν ειλημμένη και η δίκη δεν ήταν παρά μια τυπική διαδικασία ή καλύτερα μια σκευωρία.  

Η αρχική θανατική ποινή που του επιβλήθηκε μειώθηκε σύντομα σε ισόβια κάθειρξη και κατόπιν σε εικοσαετή και δεκαετή φυλάκιση. Μετά από ενάμιση χρόνο όμως τον Σεπτέμβριο του 1854 με τη μεσολάβηση του παλιού του συναγωνιστή, Υπουργού τότε με την κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, Δημητρίου Καλλέργη του απονέμεται χάρη και αποφυλακίζεται. 

Τα τελευταία χρόνια και η αποτίμηση της προσωπικότητας του στρατηγού Μακρυγιάνννη
Όταν επέστρεψε από τη φυλακή ο Μακρυγιάννης καταβεβλημένος και εξουθενωμένος, βρήκε ένα χαλασμένο σπίτι με την οικογένειά του βουτηγμένη στη φτώχεια. Σκεφτικός και μελαγχολικός περνούσε τον περισσότερο χρόνο στη αγαπημένη του σπηλιά με προσευχές αναπολώντας τα ανδραγαθήματα και τους αγώνες για την Πατρίδα και τη Θρησκεία. Πολλές φορές οι πολίτες που τον αντιπαθούσαν τον κορόιδευαν και τον πρόσβαλλαν, όπως αναφέρει και ο ίδιος: «…μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισιές ανθρώπινες πάνω μου. “Φάε από αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσης, οπούθελες να κάμης και Σύνταμα”». Η μόνη του χαρά είναι τα απογεύματα και τα βράδια το παιχνίδι με τα μικρότερα παιδιά του που του μαλάκωνε λίγο την καρδιά  και τη θλίψη του

Τον Οκτώβριο του 1862 οι νεαροί επαναστάτες μεταξύ των οποίων και ο γιος του Μακρυγιάννης Όθωνας μαζί με τον ενθουσιασμένο λαό έδιωξαν τον βασιλιά Όθωνα και αμέσως έτρεξαν στο σπίτι του κατέθεσαν στα πόδια του το βασιλικό στέμμα ως αναγνώριση των αγώνων του και ο λαός «περιήγαγεν αυτόν θριαμβευτικώς ανά την πόλιν» , όπως αναφέρει ο Γ. Βλαχογιάννης. Λίγες ημέρες αργότερα ανέκτησε τον βαθμό του υποστρατήγου και τον Απρίλιο του 1864 προβιβάστηκε σε αντιστράτηγο. Την 27 Απριλίου ο Μακρυγιάννης άφησε την τελευταία πνοή «εξ υπερβαλούσης σωματικής εξαντλήσεως». Η κηδεία ήταν μεγαλοπρεπής και επιβλητική με όλο τον λαό της Αθήνας να τον συνοδεύει. Τον επικήδειο εκφώνησε ο γιατρός του Αναστάσιος Γούδας και τον επιτάφιο ο Οδυσσέας Ιάλεμος, ενώ ο Αχιλλέας Παράσχος του αφιέρωσε ένα ποίημα «πλήρες εμπνεύσεως». 
Από το 1983 που πρωτοδημοσιεύτηκαν «Τα Οράματα και Θάματα »  άρχισαν οι συζητήσεις και οι προσπάθειες ερμηνείας αυτής της πλευράς της προσωπικότητας του Μακρυγιάννη που ήταν άγνωστη μέχρι τότε. Μέχρι και σήμερα τι δεν έχει γραφεί και τι δεν έχει ειπωθεί για αυτόν τον μεγάλο Έλληνα και κυρίως από ανθρώπους που δεν ιστορικοί και δε βασίζουν τη γνώμη τους σε μαρτυρίες και στοιχεία, αλλά σε κατηγορίες ατεκμηρίωτες και υποθετικές, με βασικό στόχο να υποτιμήσουν το έργο και την προσφορά του που στο παρελθόν είχε ως ένα βαθμό υπερεκτιμηθεί. Γιατί τόσο η Εκκλησία, όσο και οι συντηρητικοί και προοδευτικοί κύκλοι, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους θεωρούσαν τον Μακρυγιάννη σύμβολο αγωνιστή για την Πατρίδα, την Θρησκεία, την Ελευθερία και τη Δικαιοσύνη. Ένα γενναίο και τίμιο πατριώτη που αντιστάθηκε με σθένος πρώτα στους Τούρκους και έπειτα στον αυταρχισμό των πρώτων Κυβερνήσεων του ανεξάρτητου ελληνικού Κράτους. Όλοι δε οι λογοτέχνες της γενιάς του τριάντα με επικεφαλής τον Γιώργο Σεφέρη αξιολόγησαν τα Απομνημονεύματά του σαν το λαμπρότερο μνημείο του λαϊκού λόγου με λιτό, πυκνό και πηγαίο ύφος, δείγμα της άδολης πεζογραφίας. Η ρήση του Σεφέρη ότι ο Μακρυγιάννης έζησε ως άνθρωπος και όχι ως υπάνθρωπος ή υπεράνθρωπος πιστεύω ότι εκφράζει την γνώμη όλων των μεγάλων πνευματικών ανθρώπων που αξιολόγησαν κριτικά για πρώτη φορά το έργο του και τη δράση του και κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι και πιο κοντά στην πραγματικότητα. 

Όλα αυτά προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να τα αναιρέσουν οι ακραίες κρίσεις, θετικές ή αρνητικές, που διατυπώνονται με μια πολεμική ή υπερασπιστική γραμμή, υπερτονίζοντας κάποιες μόνο πλευρές της πολυσχιδούς προσωπικότητας του Ρουμελιώτη στρατηγού και όχι συνολικά το έργο και την προσφορά του. Αυτά που έχω διαβάζει τους τρεις μήνες που ασχολούμαι με το θέμα είναι τόσο ακραία και αντιφατικά και παρατραβηγμένα που ένας αναγνώστης των έργων του και των πηγών απορεί πως, ελαφρά τη καρδία, διατυπώνονται. Βέβαια ο καθένας έχει το δικαίωμα να λέει και να γράφει ό, τι θέλει, αλλά το να θεωρεί τον Μακρυγιάννη άγιο απ’ τη μια μεριά ή, το χειρότερο, δαιμονισμένο, παράφρονα, καιροσκόπο, φιλοχρήματο, αρχαιοκάπηλο, πονηρό Ρωμιό, που κατηγορεί όλους τους άλλους και προσπαθεί ο ίδιος να ωφεληθεί, αυτό πάει πολύ. Όποιος διάβασε προσεκτικά τα προηγούμενα άρθρα έχει πάρει την απάντησή του για όλα αυτά, αλλά θα ήθελα για μια ακόμη φορά πολύ σύντομα να ηθογραφήσω τον μεγάλο Έλληνα αγωνιστή!

  Ο Μακρυγιάννης κρίνοντας τον Οδυσσέα Ανδρούτσο τον θεώρησε μεγάλο αγωνιστή και είχε γράψει: «Αυτούς λένε ανθρώπους σηµαντικούς• και καλό κάν'νε και κακό. Είναι όµως λιγώτερον το κακό αυτεινών και πολύ το καλό• σώνουν πατρίδα, 'σ το καλό• 'σ το κακό, βλάβουν άτοµα. Ο άνθρωπος είναι και δια το καλό και δια το κακό. 'Οταν κάνη λίγο κακό και µεγάλο καλό, ο Θεός τον συχωράγει». Νομίζω ότι αυτό ισχύει και για τον ίδιο. Γιατί ο Ρουμελιώτης αγωνιστής για το μόνο που πάσχισε όλη του τη ζωή ήταν να δει την πατρίδα του ελεύθερη και ενωμένη και κυβερνημένη με δικαιοσύνη και ήταν ένας πιστός και ευσεβής Ρωμιός, αγράμματος αλλά προικισμένος με λαϊκή σοφία και με αρετή που είχε τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο και τα νεότερα χρόνια, με κυριότερα γνωρίσματα την ανδρεία, τη λεβεντιά, την αυτοθυσία, το φιλότιμο και την αγωνιστικότητα. Μπορεί να είχε περισσότερο πείσμα και θυμό και να μίλησε σκληρά για πολλούς συναγωνιστές του, κάτι που και ο ίδιος το παραδέχεται, μπορεί να είδε τα γεγονότα και να τα έκρινε με υποκειμενικότητα και με αυστηρότητα με βάση τη δική του ελληνορθόδοξη ιδεολογία, αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι είπε γυμνή την αλήθεια και ότι τα γραφόμενά του έχουν μεγάλο βαθμό αξιοπιστίας, γιατί δεν αρνείται και την κριτική των άλλων για αυτόν και τη μελέτη των Αρχείων του Κράτους και του Τύπου. Την ύστατη προσπάθεια που έκανε κατά της τυραννίας και την αφηγείται στο έργο του Οράματα και Θάματα δεν πρέπει να τη θεωρούμε ως προϊόν παραφροσύνης, αλαζονείας ή ύβρεως, όπως πιστεύουν αρκετοί, αλλά ως συνέπεια του αδιάκοπου αγώνα για την προστασία της Πατρίδας και της Θρησκείας ενός πατριδοφύλακα, όπως πίστευε ο ίδιος αλλά και ο περίγυρός του. Στο επόμενο και τελευταίο άρθρο θα δούμε και μια άλλη πλευρά της πολύπλευρης προσωπικότητας του, την καλλιτεχνική, και την επικαιρότητα του ύφους και του ήθους του Μακρυγιάννη σήμερα. Ως επίλογο θα παραθέσω την περιγραφή του Γιάννη Βλαχογιάννη για τα τελευταία χρόνια της ζωής του:
«Η όψις αυτού εκ του γήρατος και των παθημάτων είχε προσλάβη έκφρασίν τινα εγκαρτερούντος ερημίτου ή μάρτυρος. Αλλ’ όμως υψηλός και λεπτός ως ήτο,  ευλύγιστος και ευθύς πάντοτε παρά την ηλικίαν, μη κάμψασαν το σώμα αυτού μέχρι θανάτου, απλούστατα ενδυόμενος, κομψώς φέρων την λευκήν φλοκάταν, αχώριστον απ’ αυτού και την αγκυλωτήν ράβδον, είχεν το ήθος εκείνο το απερίγραπτον, τον αέρα της λεβεντιάς της ουδέποτε γηρασκούσης, αλλά θαλλούσης πάντοτε. Το αποστεωθέν αυτού πρόσωπον, οι οφθαλμοί οι βαθέως κοίλοι και πάντοτε αστράπτοντες, ελαφρώς καστανοί το χρώμα, η γενειάς η κατάλευκος και η κόμη η οπίσω μέχρι των ώμων καταπίπτουσα, το φαλακρόν μέτωπον μετά της βαθείας πληγής, η ρις η υπόγρυπος και ο πώγων ο ισχυρός, πάντα συνηνούντο εις σύνολον τι ανδρικόν άμα και γλυκύ, βλοσυρόν και πλήρες αγαθότητος, ευπροσήγορον και αγέρωχον, αρματωλικόν και ιερατικόν συγχρόνως»…
(συνεχίζεται)
*«Η θρησκευτική διάσταση στη ζωή και στο έργο του Γιάννη Μακρυγιάννη» Διονύσιος Βαλόης. Θεσσαλονίκη 1991.Τύχη αγαθή ανακάλυψα την κατάλληλη στιγμή στο διαδίκτυο σε μορφή pdf το βιβλίο του καθηγητή Θεολογίας στο ΑΠΘ Διονύση Βαλόη, ο οποίος στηρίζεται σε μια πολύ πλούσια και ευρεία βιβλιογραφία και αναλύει τεκμηριωμένα τη θρησκευτικότητα του Μακρυγιάννη βασιζόμενος τόσο στη ζωή του, όσο και στα δύο του έργα, Τα Απομνημονεύματα και Τα Οράματα και Θάματα. Με βοήθησε πολύ στη σύνταξη του πρώτου μέρους αυτού του άρθρου στο οποίο αναφέρομαι πολύ συνοπτικά στο ίδιο θέμα, γι αυτό και χρησιμοποίησα και τον ίδιο τίτλο. Αν θέλετε πιο πολλές λεπτομέρειες αξίζει να διαβάσετε αυτό το βιβλίο.    


Pages