ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ

Στέργιος Πουρνάρας, Κώστας Ακρίβος, Όνομα Πατρός: Δούναβης, Μεταίχμιο 2025




Έγραψε ο Τύπος: Ο Κώστας Ακρίβος είναι σήμερα μια από τις πιο διακριτές, τις πιο καλές, τις πιο ενδιαφέρουσες συγγραφικές πένες που διαθέτουμε ως πεζογραφία, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. 

Πράγματι, είναι απόλυτα δικαιολογημένη αυτή η κρίση, γιατί από το 1993 που δημοσίευσε την πρώτη του νουβέλα Η δοτική του χάους, ο Ακρίβος μάς χάρισε πάρα πολλά ποιοτικά πεζογραφικά έργα και είναι από τους πολυγραφότερους συγγραφείς. Συνηθίζει μάλιστα να γράφει τα έργα του ύστερα από ενδελεχή μελέτη και αναζήτηση και από σκληρή δουλειά και ειδικά, όταν πρόκειται για μυθιστορηματική βιογραφία, όπως το νέο του βιβλίο. Έχει δε την καλή συνήθεια να τα δημοσιεύει – τουλάχιστον τα τελευταία του βιβλία – περί τα τέλη Μαρτίου ως ένα πολύτιμο δώρο των γενεθλίων του.

Το παρόν βιβλίο για τον Ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι είναι προϊόν σκληρής δουλειάς και μελέτης και είναι πιο κοντά στη βιογραφία παρά στο μυθιστόρημα, όπως συμβαίνει με τα προηγούμενα έργα αυτού του είδους Ποιος θυμάται τον Αλφόνς (2010) και Πότε διάβολος πότε άγγελος(2021). Όπως αναφέρει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του, πριν μια δεκαετία δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για τον μεγάλο Ελληνορουμάνο συγγραφέα, παρά μόνον τη φωτογραφία με τον Νίκο Καζαντζάκη με φόντο την Ακρόπολη, όταν κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου είχε επισκεφθεί την Ελλάδα. Εκείνο που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ότι, αν και δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό σχολείο, έμαθε μόνος του Γαλλικά και έγραψε μυθιστορήματα σε αυτή τη γλώσσα που σήμερα θεωρούνται αριστουργήματα και έχουν σπάσει όλα τα ρεκόρ των πωλήσεων (Κυρά Κυραλίνα).

Για να γράψει λοιπόν τη βιογραφία του Ιστράτι ο Κώστας Ακρίβος,  χρειάστηκε πρώτα να διαβάσει όλα τα βιβλία του, όλες τις κριτικές για το έργο του, να επισκεφθεί τέσσερις φορές την γενέτειρα και αγαπημένη του πόλη Βραΐλα, ένα σημαντικό οικονομικό και πνευματικό κέντρο, στην οποία κατοικούσαν τον δέκατο ένατο αιώνα τριάντα χιλιάδες Έλληνες στην πλειονότητά τους ευκατάστατοι και να γνωρίσει και να συζητήσει με ανθρώπους γνώστες σχετικά με αυτόν, όπως είναι η ελληνίστρια Ελένα Λαζάρ και ο διευθυντής του μουσείου “Παναΐτ Ιστράτι” στη Βραΐλα, δρ Zamphir Balan».

Ποιος είναι λοιπόν ο Παναΐτ Ιστράτι του οποίου η προσωπικότητα μαγνήτισε τόσο τον Ακρίβο και με ποιον τρόπο τον παρουσιάζει στο μυθιστόρημά του; Το βιβλίο  ξεκινά in medias res. Τις παραμονές του 1921 ο Ιστράτι, απογοητευμένος από το θάνατο της μητέρας του και από τη ζωή γενικότερα, αποφάσισε να θέσει τέρμα στη ζωή του στη Νίκαια της Γαλλίας, στην οποία είχε καταφύγει με σκοπό να συναντήσει τον Γάλλο συγγραφέα Ρομαίν Ρολάν. Τελικά ήταν τυχερός και σώθηκε ύστερα από πολυήμερη νοσηλεία και ακόμα πιο τυχερός, γιατί η νέα του επιστολή διαβάστηκε  από τον Ρομαίν Ρολάν που θα τον αποκαλέσει Ανατολίτη παραμυθά. Αυτό θα τον ενθαρρύνει και θα ζήσει άλλα 14 πολύ δημιουργικά χρόνια και θα γράψει τα καλύτερα έργα του.

Αυτό το βιβλίο, όπως τα περισσότερα του Κώστα Ακρίβου, σε κρατάει σε αγωνία μέχρι το τέλος και σιγά σιγά σου αποκαλύπτει την προσωπικότητα του ήρωα. Έτσι μέσα από την αναδιήγηση των έργων του Ιστράτι και μέσα από τους ήρωες του, ένας εκ των οποίων είναι και ο ίδιος, παρελαύνουν παραστατικά μπροστά μας  τα δύσκολα παιδικά χρόνια, η απουσία του πατέρα του που εγκαταλείπει την οικογένεια και εξαφανίζεται, ο σκληρός αγώνας της μητέρας του να τον μεγαλώσει, η  τραχύτητα και η κυνικότητα των συγγενών του, η φτώχεια και η στέρηση που μαστίζει τις φτωχογειτονιές της Βραΐλας, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, οι πρώτες φιλίες και οι πρώτες βιοποριστικές προσπάθειες. Ο συναισθηματισμός του και ο παρορμητικός χαρακτήρας του θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή του, καθώς συναναστρέφεται με κακοποιά στοιχεία και βρίσκεται εν μέσω ταραχών.

Από την εφηβική του κιόλας ηλικία θα αγωνιστεί ενάντια στην κοινωνική αδικία, ενώ για κάποιο διάστημα μάλιστα υπήρξε και συνδικαλιστής στο σωματείο των εργατών του λιμανιού της Βραΐλας. Για λόγους βιοπορισμού, πριν ακόμα αναγνωριστεί το συγγραφικό του ταλέντο, αναγκάστηκε να εργαστεί μεταξύ άλλων ως κλειδαράς, ζαχαροπλάστης, χαλκωματάς, χαμάλης, φορτοεκφορτωτής, γυρολόγος, χτίστης, φωτογράφος, δημοσιογράφος, ταχυδρόμος. Η αγάπη του για τα ταξίδια και για τη γνωριμία με τους άλλους πολιτισμούς τον οδήγησε σε πολλά λιμάνια και στην Οδύσσειά του σε όλη τη Μεσόγειο (Αλεξάνδρεια, Δαμασκό,  Πειραιά, Νίκαια), συχνά ως λαθρεπιβάτης. Η ζωή του υπήρξε πολυκύμαντη και τρικυμιώδης και είναι από μόνη της ένα μυθιστόρημα.

Ασπάστηκε τις ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης και αγωνίστηκε να γίνουν πράξη η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη. Γι’ αυτό επισκέφτηκε με τον φίλο του Νίκο Καζαντζάκη τη Σοβιετική Ένωση για να διαπιστώσει από κοντά την αποτελεσματικότητα του νέου καθεστώτος. Η πρώτη του απογοήτευση ήρθε από τη γνωριμία με τον Μαξίμ Γκόρκι που, αντίθετα,  εντυπωσίασε τον Καζαντζάκη: Γυρίζει και λέει στον φίλο του: «Μου φάνηκε πολύ κρύος· εσένα;». Αντίθετα, στον Καζαντζάκη έκανε καλή εντύπωση. Του φάνηκε άνθρωπος με περήφανη πειθαρχία· τέτοιους ανθρώπους χρειάζεται το όραμα του κομμουνισμού για να πατήσει γερά στα πόδια του και να απλωθεί σε όλη τη γη. Ο Ιστράτι τού αντιγυρίζει με θυμό: «Εγώ δεν είμαι κρύος σαν τους Εγγλέζους, εγώ είμαι Ρωμιός, Κεφαλλονίτης. Φωνάζω, αγκαλιάζω, δίνουμαι. Εγώ πρέπει να αγαπώ τρελά κάποιον ή κάτι για να μη νιώθω άδειος και χωρίς σκοπό. Εμένα τέτοιοι άνθρωποι μ’ αρέσουν! Η δεύτερη από τη γραφειοκρατία και τη λογοκρισία του συστήματος την οποία καταδίκασε αμέσως.

Ο Ιστράτι δεν ήταν μόνο θεωρητικός ιδεολόγος, αλλά και μαχόμενος αγωνιστής υπέρ των αδικημένων και εναντίον των τρωτών του κοινωνικού συστήματος. Θα μπορούσε να ζήσει άνετα και να έχει την κοινωνική αποδοχή, αλλά αυτός προτίμησε να συγκρουστεί για την δικαιοσύνη και τη ελεύθερη έκφραση και να πεθάνει στο τέλος κυνηγημένος και αποκηρυγμένος από όλους. Σε αυτό διαφώνησε και με τον Νίκο Καζαντζάκη ο οποίος είχε πει ότι ο Ιστράτι ήταν πιο πολύ άνθρωπος του συναισθήματος και της καρδιάς και όχι της λογικής. Στο τέλος όμως η σχέση τους αποκαταστάθηκε.

Σήμερα 80 χρόνια μετά το θάνατό του η εικόνα του Παναΐτ Ιστράτι έχει πια αποκατασταθεί τόσο στην πατρίδα του, όσο και στο εξωτερικό. Θεωρείται πια ο Γκόρκι των Βαλκανίων και τα έργα του είναι ανάρπαστα. Ο Ακρίβος εντυπωσιάστηκε από το πόσο δυναμικά θυμάται τον Ιστράτι η γενέθλια πόλη του, εκεί όπου δρόμοι, μουσεία, θέατρα, βιβλιοθήκες έχουν το όνομά του. Επισκέφτηκε το νεκροταφείο της πόλης που ήταν  δωρεά του βαρώνου και υπουργού Μπάρμπου Μπέλλου από το Μπλάτσι (Βλάστη) Κοζάνης και διάβασε πάνω στην ταφική στήλη του βανδαλισμένου τάφου του τα λόγια του:

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Η ΤΕΧΝΗ

ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΦΩΣ

ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΛΠΙΔΑ ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΘΟΥΜΕ

ΠΑΝΤΑ ΠΙΣΤΕΥΑ ΟΤΙ Η ΤΕΧΝΗ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ

ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΟ ΑΣΧΗΜΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ

ΑΠΟ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΞΙΕΣ ΜΟΝΟ ΑΥΤΗ ΠΕΡΙΕΧΕΙ

ΤΗΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΑΓΑΠΗ

ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΞΑΠΑΤΗΣΕ ΠΟΤΕ.

Στην τέχνη λοιπόν βρήκε καταφύγιο ο Ιστράτι απογοητευμένος από την κυνική πολιτική της εποχής του που εξυπηρετούσε σκοπιμότητες και απαξίωνε τον άνθρωπο και τις ανθρωπιστικές αξίες, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ελευθερία της έκφρασης. Μήπως και ο Ακρίβος με αυτό το έργο θέλει να πλέξει το εγκώμιο της Τέχνης που με συνέπεια υπηρετεί όλη του τη ζωή και να καταγγείλει την ωμότητα και τον κυνισμό της σύγχρονης πολιτικής που με τη βία και το δίκαιο της πυγμής προσπαθεί να αλλάξει τον παγκόσμιο χάρτη αψηφώντας το Διεθνές Δίκαιο και τους καταστατικούς χάρτες;

Στο επίλογο ο Κώστας Ακρίβος μάς ξεναγεί στην γενέθλια πόλη του Ιστράτι, τη Βραΐλα, κατά την τελευταία του επίσκεψη στην οποία είναι έντονο το αποτύπωμά του και προσπαθεί να φανταστεί σε ποια σημεία διαδραματίστηκαν οι σκηνές από τα διηγήματά του. Δεν μπορούσε βέβαια να μην αναφερθεί και στο μεγαλείο του ελληνισμού που είναι έκδηλο στα πολυτελή κτήρια, τα οποία ευτυχώς διασώθηκαν αλλά και στο άδοξο τέλος των τελευταίων Ελλήνων που αναγκάζονται να πουλήσουν τα ακίνητά τους αντί πινακίου φακής.

Αυτό το βιβλίο είναι ώριμος καρπός της συγγραφικής πένας του Κώστα Ακρίβου και περιέχει πάρα πολλά μηνύματα, ωραίες αφηγήσεις, εικόνες και περιγραφές. Εγώ προσπάθησα να μεταφέρω τον κόπο και τη αγάπη του συγγραφέα για το έργο του. Όσοι θα το διαβάσετε όμως  θα ανακαλύψετε πολύ περισσότερα και θα νιώσετε σίγουρα μεγάλη αισθητική συγκίνηση…

 

Στέργιος Πουρνάρας, φιλόλογος – μουσικός,  Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών ΠΕ Γρεβενών

 


Pages